- σύμμαχος
- Συγγραφέας των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Καταγόταν από τη Σαμάρεια. Μετάφρασε στα ελληνικά την Παλαιά Διαθήκη και διαμόρφωσε δικό του θρησκευτικό σύστημα από ιουδαϊκά, εθνικά και χριστιανικά στοιχεία. Ο Σ. επιδιδόταν και στις μαγικές τέχνες.
* * *-η, -ο / σύμμαχος, -ον, ΝΜΑ, και συν. ως ουσ. σύμμαχος ο, η, Ν, και αττ. τ. ξύμμαχος, -η, -ον και τ. θηλ. -ος, Α1. αυτός που μάχεται μαζί με άλλον ή μαζί με άλλους, ο συμπολεμιστής2. συμβοηθός, συμπαραστάτηςνεοελλ.1. αυτός που είναι μέλος συμμαχίας, που μετέχει στην ίδια συμμαχία με άλλον («τα σύμμαχα κράτη»)2. (το αρσ. πληθ ως κύριο όν.) οι Σύμμαχοια) τα μέλη τής συμμαχίας Αγγλίας-Γαλλίας-Ρωσίας εναντίον τής Γερμανίας και τής Αυστροουγγαρίας, κατά τον ΑΠαγκόσμιο Πόλεμο, συμμαχίας με την οποία συντάχθηκε και η Ελλάδαβ) τα μέλη τού συνασπισμού τών δυνάμεων που συμπαρατάχθηκαν εναντίον τών δυνάμεων τού άξονα κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, συνασπισμού στον οποίο ανήκε και η Ελλάδανεοελλ.-μσν.(στο Βυζάντιο) επικουρικά στρατεύματα αποτελούμενα από μαχητές που προέρχονταν από υποτελείς λαούς ή από συμμαχικά έθνη τής αυτοκρατορίας και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους ως μισθοφόροι τού βυζαντινού κράτους υπό τις διαταγές ομόφυλων ή ομοεθνών τους στρατηγών.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ἐπί-μαχος].
Dictionary of Greek. 2013.